Η προσωπική μου διαδρομή στο χώρο της τέχνης ξεκίνησε στη Ρώμη, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, με δάσκαλο το Sandro Trotti (pittura) και την Marzia Cortegianni(anatomia artistica). Εκεί ολοκλήρωσα μια σειρά έργων στα οποία κυρίαρχο ζητούμενο ήταν η παρουσία του υποκειμένου μέσα στον προσωπικό του χώρο χωρίς όμως να υπάρχει ως εικόνα, αλλά ως πράξη που αφήνει κάποια ένδειξη στο πέρασμά της: η πόρτα της ντουλάπας μισάνοιχτη, το φως της λάμπας αναμμένο, ένα καλώδιο που ξεκινά από την πρίζα αλλά δεν φαίνεται το τέλος του, τα πιάτα μέσα στο νεροχύτη μετά το γεύμα, κ.α.

Η ανθρώπινη παρουσία υπονοείται μέσω της χρήσης των αντικειμένων

Διαισθανόμενη μιας απόδοσης της έννοιας της χρήσης των αντικειμένων πιο ουσιαστικής και πιο λιτής αναφορικά με τη γλώσσα, συνεχίζοντας με πειραματισμούς την έρευνα, οδηγήθηκα στην αντανάκλαση του υποκειμένου-καλλιτέχνη πάνω στο χρηστικό αντικείμενο. Η έμμεση παρουσία, η πράξη που “ακουμπάει” έστω και φευγαλέα πάνω στο αντικείμενο, αποδίδεται με την ζωγραφική.

Η σειρά έργων που ακολούθησε είχε ως αφετηρία την ανάδειξη της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου. Ήταν λάδια σε μουσαμά, λεπτομέρειες αντανακλάσεων μεγενθυμένες: το πρόσωπο μέσα στο κουτάλι, στο πόμολο, στο καπάκι της κατσαρόλας, στο μπρίκι..  η ανθρώπινη μορφή παραμορφώνεται, συνθλίβεται ή επεκτείνεται ανάλογα με τις φόρμες τις καμπύλες και τον όγκο του αντικειμένου. Παράλληλα το αντικείμενο διαφοροποιείται, απορροφάει το χρώμα, την κίνηση, την ενέργεια του υποκειμένου, κλειδώνοντας την ύπαρξή του, διατηρώντας την μέσα στο χρόνο.

Τα αντικείμενα παραδόξως χρησιμοποιώντας τα, παύουν να είναι μονάχα χρηστικά, καθώς συμβαίνει να τους αποδίδουμε σημασίες και αξίες ξένες προς αυτά, προσδίδοντάς τους τελετουργικό χαρακτήρα.

Ανάγοντάς τα σε πνευματική αντί για υλική ουσία, οι αισθήσεις μας δημιουργούν συναισθήματα, ιδέες, ανασύρουν μνήμες, προάγουν προσμονές.

Καθώς ολοκλήρωνα αυτήν την πρώτη σειρά, πραγματοποίησα τις ζωγραφισμένες αντανακλάσεις πάνω στα ίδια τα αντικείμενα. Σε αυτά, το ζωγραφισμένο αυτοπορτραίτο συνομιλεί με το πορτραίτο του θεατή, που, εν αγνοία του αρχικά, συνειδητά στη συνέχεια επεμβαίνει στο έργο τέχνης. Την ίδια στιγμή, η εικόνα του εμφανίζεται (αντανακλώμενη μέσα στο έργο τέχνης)αλλοιωμένη, δίνοντάς του το έναυσμα για αυτοπαρατήρηση.

Διαφαίνεται εδώ η κυκλική σχέση μεταξύ καλλιτέχνη-θεατή-έργου τέχνης-καλλιτέχνη.

Η δυνατότητα εισχώρησης του θεατή μέσα στο έργο, που προάγει και “ανοίγει” κατά κάποιον τρόπο τη σχέση τους, την καθιστά πιο ενεργητική, οδήγησε στην  επέκταση του κατόπτρου: ένα φύλλο μετάλλου ελαφρώς τσαλακωμένο, που αντανακλά το χώρο με αποτέλεσμα να αλλάζει συνεχώς το φόντο γύρω από την ζωγραφισμένη μορφή(την δική μου), όπως και τη  μορφή του θεατή ενώ παρατηρεί το έργο τέχνης.

Παρατηρώντας την εικόνα του θεατή και την ζωντανή, διαδραστική σχέση του με την μεταλλική επιφάνεια, θέλησα να εμβαθύνω εστιάζοντας σε αυτήν. Πραγματοποίησα μία σειρά έργων όπου πια  η μορφή που απεικονίζεται πάνω στο μέταλλο είναι αυτή του θεατή και όχι του καλλιτέχνη(η αυτοπροσωπογραφία μου). Με αυτόν τον τρόπο η ακινητοποιημένη μορφή του θεατή(πρόκειται για ανάγλυφες γύψινες φιγούρες, που στη συνέχεια επικολλούνται πάνω στο μέταλλο και ζωγραφίζονται) διαστρεβλωμένη από την αντανάκλαση της στην επιφάνεια, συνομιλεί με τον εαυτό της (αφού καθρεπτίζεται και η ίδια πάνω στο μέταλλο διπλασιαζόμενη)και και την ίδια στιγμή με αυτήν του πραγματικού θεατή.

Η  έρευνα πάνω στα υλικά και στα διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης του έργου τέχνης και της σχέσης του με το θεατή, έδωσε τη θέση της σε μια σειρά έργων όπου κυρίαρχο ζητούμενο είναι η αυτοπαρατήρηση.

Σε αυτά τα έργα, επιστρέφοντας στο τελάρο και στη ζωγραφική με λάδι, διαρθρώνω την δουλειά μου με αντικείμενο τον εαυτό μου πάνω στην έννοια της άλλοτε φευγαλέας και άλλοτε λεπτομερούς αναπαράστασης, όπου η ίδια η ζωγραφική αποτελεί μια (διαμεσολαβημένη) αντανάκλαση της πραγματικότητας. Η ίδια μου η μορφή(του καλλιτέχνη), αντανακλάται πάνω σε κάποια καθρεπτίζουσα επιφάνεια, όπου γίνονται αντικείμενο παρατήρησης (επιφάνεια και αντανάκλαση) του δικού μου πάλι προσώπου και μετά τα δυο μαζί, καλλιτέχνης και αντανάκλαση, αποτυπώνονται στη ζωγραφική επιφάνεια  προς παρατήρηση.

Η μελέτη του εαυτού γεννά το ερώτημα του κατά πόσο είναι δυνατό να γνωρίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας, βλέποντάς τον αντικειμενικά, ανεπηρέαστοι από τους διάφορους παραμορφωτικούς καθρέπτες της πραγματικότητας. Έχοντας ως δεδομένο το ότι μόνο μέσα από την αντανάκλαση στο άλλο ή στον άλλο, μπορούμε να κοιτάξουμε, έμμεσα πάντα, εμάς, συμπεραίνουμε ότι με τον ίδιο τρόπο που η μορφή μας διαφοροποιείται ανάλογα με τα αντικείμενα μέσα στα οποία καθρεπτίζεται, αλλάζει, πολλές φορές διαστρεβλώνεται ανάλογα με την συνθήκη μέσα στην οποία βρισκόμαστε: κοινωνικο-πολιτική, οικονομική, αλλά και απλά διαπροσωπική.

Μπαίνοντας και βγαίνοντας μέσα από το αντικείμενο(από την επιφάνεια μέσα στην οποία καθρεπτίζομαι), δημιουργώ μία συνθήκη ψευδαίσθησης, στην οποία ο θεατής μπορεί να μεταβεί από την ψευδαίσθηση στην πραγματικότητα και αντίστροφα.

Γύρω από το αντικείμενο υπάρχει ο “πραγματικός”, ο “αντικειμενικός” χώρος, καθώς και το “πραγματικό”, το “απτό” πρόσωπο, κάποιες φορές και το χέρι που κρατάει το αντικείμενο μια δεδομένη στιγμή  χρήσιμοποιώντας το.

Μέσα στο αντικείμενο επεκτείνεται ο χώρος, ως είδωλο τώρα, όπως και το ανεστραμμένο είδωλο του προσώπου. Συχνά το είδωλο αυτό είναι πολύ πιο “αληθινό” από το πραγματικό πρόσωπο που παρατηρεί μέσα και που και αυτό, άλλωστε, το “πραγματικό” πρόσωπο, αποτελεί είδωλο, αφού είναι ζωγραφισμένο πάνω στο μουσαμά και όχι υπαρκτό. Η όλη ζωγραφική επιφάνεια, λεία, σχεδόν χωρίς υλικότητα, δίνει την αίσθηση ότι αποτελεί μία οθόνη παρατήρησης.

Τί  από τη ζωή μας είναι αληθινό και τί ψευδαίσθηση;

Στην εύθραυστη ροή της ανθρώπινης ύπαρξης, η απάντηση δεν μοιάζει να είναι εύκολη, ίσως ούτε και η ερώτηση.

Λαμπρινή Μποβιάτσου.