Οι ανθρωποκεντρικές απεικονίσεις των δύο σύγχρονων εικαστικών, µε τις αναγνωρίσιµες γραφές τους, αφηγούνται µεταξύ φαντασίας και πραγµατικότητας την άβυσσο της γυναικείας ψυχής µέσα από τους λαβύρινθους της σκέψης, τους προβληµατισµούς, τον αυτοσαρκασµό, τις εµπειρίες, τα µυστικά και τα απωθηµένα τους. Η ανθρώπινη µορφή στα έργα της Έλενας Παπαδηµητρίου πάνω στο σχεδόν κενό φόντο-καθρέπτη δηµιουργεί ένα σιωπηλό αρµονικό διάλογο – µια φαντασιακή συνύπαρξη – µεταξύ του αναπαριστάµενου και του µη αναπαριστάµενου. Η καλλιτέχνης συνειδητά εναρµονίζει αισθητικά το κεντρικό πρόσωπο και το περιβάλλον του, δύο κόσµους απόλυτα διαφορετικούς, αλλά όχι συγκρουσιακούς. Το έµψυχο είναι το σηµαίνον και το άψυχο το συµπληρωµατικό, το à propos… Τα ψευδαισθητικά σχέδια πάνω στην αντανακλαστική επιφάνεια δεν ορίζουν αυτή καθεαυτή την εικόνα, αλλά ουσιαστικά συντελούν στη διάχυση ή στον ορισµό της κύριας εικονογραφικής αναπαράστασης. Η απροσδιόριστη χρονική περίοδος, ο ανυπόστατος χώρος και η ανύπαρκτη συναισθηµατική φόρτιση προσδίδουν µια διάχυτη αινιγµατικότητα στις συνθέσεις της και προκαλούν σε πολλαπλές ερµηνευτικές προσεγγίσεις. Στις επιφάνειες των έργων της Παπαδηµητρίου – κυλινδρικές ή επίπεδες – τα πάντα είναι σκοπίµως επιλεγµένα για να κεντρίσουν την προσοχή του θεατή στην ερµητικά κλεισµένη στον εαυτό της γυναίκα – γρίφο. Ακόµα και το βλέµµα της δεν προδίδει καµία εσωτερική ανησυχία, αντίθετα φαίνεται κι αυτό εγκλωβισµένο στο ρόλο που του έχει ανατεθεί, την ωραιότητα. Ο προσδιορισµός της ταυτότητας των προσώπων γίνεται µόνον µέσα από την ενδυµασία και όχι από τα επιµέρους χαρακτηριστικά τους ή τα επινοηµένα διακοσµητικά στοιχεία µε τα επιπεδοανάγλυφα στίγµατα και τις λιτές γεωµετρικές συνθέσεις. Οι γυναίκες της Έλενας Παπαδηµητρίου, αν και φιλοτεχνηµένες ρεαλιστικά, µετατρέπονται µέσα στην απόλυτη µοναξιά του µη-υπαρκτού χώρου σε εξωπραγµατικές υπάρξεις. Τα πρόσωπα καθηλωµένα µέσα στον δικό τους νοητό κόσµο κουβαλούν πόνους, ηδονές, αγωνίες, επιθυµίες, µνήµες χωρίς να εξωτερικεύουν καµία συναισθηµατική φόρτιση. Η µόνη ορατή επιθυµία είναι ο πόθος να σαγηνεύσουν τον θεατή και να τον αιχµαλωτίσουν στην αισθητική του έργου προβάλλοντας επιτήδεια την οµορφιά της πολύτιµης περιβολής τους µε τα βαρύτιµα υφάσµατα, τις διάφανες δαντέλες, τα κρουστά µετάξια, τα κεντίδια… Οι φορεσιές, που φτάνουν την τελειότητα του αχειροποίητου, µε τον αποτροπαϊκό χαρακτήρα τους προσπαθούν, κατά κάποιο τρόπο, να εµποδίσουν τον θεατή να εισχωρήσει στο ψυχικό σύµπαν των εικονιζόµενων µορφών και του επιβάλλουν να περιοριστεί στην επιφανειακή άρτια αισθητική. Παρόλα αυτά, οι εµβληµατικές παρουσίες της εικαστικού ενδόµυχα ζητούν την αποκρυπτογράφησή τους και δίνουν τη δυνατότητα στον παρατηρητή να συνυπάρξει ορατά µαζί τους, tête à tête, στην ανακλαστική επιφάνεια του φόντου µε την απεικόνιση του ειδώλου του. Τα πρόσωπά της εικαστικού «αντανακλούν» την εσωτερική τους παλινδρόµηση ανάµεσα στις έννοιες «παρουσιάζω – αποκρύπτω – υποδύοµαι» και µοιάζουν να µην ζητούν διάλογο, αλλά θαυµασµό, προσφέροντας ως θέλγητρο την ακαταµάχητη γοητεία τους. Επιπλέον, καθώς οι γυναικείες µορφές της Παπαδηµητρίου αναµετρούν τον εαυτό τους µέσα στον καθρέπτη µε την παρουσία του εκάστοτε εισβολέα από το εξωτερικό περιβάλλον (αντικείµενα, θεατές), η ηχητική πλαισίωση του Αντώνη Π. συντελεί ώστε τα έργα της να αντανακλούν και σε ήχους τις εικονογραφικές τους αφηγήσεις. Η ηχητική εγκατάσταση του συνθέτη εξωτερικεύει αριστουργηµατικά και εντείνει τη συναισθηµατική φόρτιση προσδίδοντας µια διαχρονικότητα στις εικόνες της: όταν ο θεατής σταθεί ακίνητος µπροστά τους έρχεται αντιµέτωπος µε τον εγκλωβισµένο συναισθηµατικό κόσµο που κρύβεται µέσα στον καθρέπτη και τον αφουγκράζεται.

Στα έργα της Λαµπρινής Μποβιάτσου η ανθρώπινη µορφή εµφανίζεται πολλαπλά παραµορφωµένη, ανάλογα µε το πρίσµα και την οπτική γωνία που η εικαστικός επιλέγει κάθε φορά για να αποδώσει το επιθυµητό αποτέλεσµα. Πρόκειται για µια ιδιόµορφη εικονογραφική προσέγγιση που ενισχύεται από τους παραµορφωτικούς καθρέπτες που χρησιµοποιεί σαν φόντο, καθιστώντας έτσι την προσωπική της γραφή εξαιρετικά επιβλητική. Οι φιγούρες της είναι δέσµιες των αντικατοπτρίσεών τους και εµφανίζονται άλλοτε κατακερµατισµένες, άλλοτε πολυπρισµατικές, κυρτωµένες ή επιµηκυµένες. Με άλλα λόγια µεταφέρει στα έργα της, απροκάλυπτα και σχεδόν επιθετικά, καταχωνιασµένα στον εσωτερικό κόσµο αγωνιώδη συναισθήµατα και προσπαθώντας να τα κοινοποιήσει δηµιουργεί αµηχανία, ανησυχία έως και δέος στον θεατή. Ενίοτε δε η εικόνα βρίσκεται ολοκληρωτικά εγκλωβισµένη στα δεσµά της αισθητικής της αντίληψης, χωρίς να αφήνονται περιθώρια για προσωπική ερµηνευτική διαπραγµάτευση. Επιπλέον, µέσα στους καθρέπτες της µεταφέρεται αποσπασµατικά και παραµορφωτικά το είδωλο του θεατή που δηµιουργεί ένταση στην ζωγραφική αναπαράσταση, καθώς ο µετασχηµατισµένος εικονογραφικός χαρακτήρας του ενσωµατώνεται διεισδύοντας δυναµικά στο έργο. Η ζωγραφική της επιφάνεια στο σύνολο της, µε την ανθρωποκεντρική παράσταση και τα ενταγµένα στοιχεία του εκάστοτε περιβάλλοντος καθορίζεται από την καταλυτική προσωπική της σφραγίδα πάνω στην έννοια του χρόνου. Μας ταξιδεύει, δηλαδή, στον µη-χρόνο ή στο βιωµατικό χρόνο του καθενός, αφού δεν µνηµονεύει κανένα χρονολογικό προσδιορισµό, αλλά παραπέµπει σε µια πορεία στο διηνεκές, επιχειρώντας να ενώσει το πνεύµα µε τη σάρκα σ’ έναν ιδεατό κόσµο και να το λυτρώσει από βασανιστικές µνήµες, γήινες καθηλώσεις και σισύφειες υποχρεώσεις. Οι γυµνές γυναικείες απεικονίσεις της, συνήθως αυτοπροσωπογραφικές, µε αόριστα περιγράµµατα και απροσδιόριστες προοπτικές, µοιάζουν άυλες και παραπλανητικές, χωρίς υπόσταση, αιωρούµενες σ’ ένα µη- υπαρκτό σύµπαν του ψευδούς και του αληθούς. Η εικαστικός δηµιουργεί ένα διάλογο «ενώπιος-ενωπίω» µε τον θεατή και τον µεταφέρει στον δικό της νοερό αέναο κόσµο «του ποτέ» και «του πουθενά», µε µόνα σταθερά σηµεία αναφοράς την σχεδόν αναγνωρίσιµη γυµνή της µορφή και τη δική του διαστρεβλωµένη αντανάκλαση. Το εγχείρηµά της ενισχύεται µε την επιµονή της να χρησιµοποιεί για τις εικαστικές της δηµιουργίες µικρές και µεγάλες επιφάνειες χρηστικών αντικείµενων και οικείων σκευών, σαν να επιδιώκει να εισβάλλει τόσο στην καθηµερινή µας πραγµατικότητα, όσο και στον φαντασιακό µας κόσµο. Τα έργα της είναι µια πρόσκληση, σ’ ένα άγνωστο ταξίδι ενδοσκόπησης µε σκοπό την κάθαρση της ψυχής και την απογύµνωση της αλήθειας. Τα έργα της Μποβιάτσου κραυγάζουν µέσα από την απεικόνιση της διαστρεβλωµένης σάρκας, σε αντίθεση µε τις σιωπηλές εικαστικές δηµιουργίες της Παπαδηµητρίου. Οι δύο εικαστικοί διαπραγµατεύονται την εικόνα της µεµονωµένης γυναικείας µορφής και παράλληλα εκµεταλλεύονται τις εντυπώσεις που προκαλεί η ανακλαστική επιφάνεια, προκειµένου να δηµιουργήσουν µια αµφίδροµη σχέση µεταξύ παρατηρητή και παρατηρούµενου. Εν τούτοις, η εκφραστική πληθωρικότητα των έργων της Παπαδηµητρίου αντικρούεται από τις εικονογραφικές απουσίες της Μποβιάτσου και ενώ στη µία τα χρώµατα παίζουν καθοριστικό ρόλο, ακόµα κι όταν είναι µικρής αναφοράς και γκάµας, στην άλλη όλα εξαφανίζονται εκτός από τις αποχρώσεις της σάρκας. Παρά την διαφορετικότητα των αισθητικών τάσεων των δύο εικαστικών, η συστηµατική χρήση των ίδιων εκφραστικών µέσων και η ενεργή συµµετοχή του επισκέπτη, ο οποίος ενσωµατώνεται και αλληλεπιδρά στο έργο µέσα στα οπτικά όρια που του έχουν θέσει οι ίδιες οι δηµιουργοί, µετατρέπουν την έκθεση σε µια πρωτόγνωρη διαδραστική εµπειρία. Τέλος, πέρα από την ευφορία που προσφέρει η υψηλή αισθητική των έργων της Έλενας Παπαδηµητρίου και την κατάπληξη, ενίοτε και αποτροπιασµό που προκαλούν τα γυµνά της Λαµπρινής Μποβιάτσου, ο θεατής γίνεται µεσολαβητής και δέκτης της ενσυναίσθησης, µύστης στην ανεξερεύνητη, αθέατη γυναικεία πλευρά.

Λουΐζα Καραπιδάκη, Ιστορικός Τέχνης